- αναιδομάχας
- ἀναιδομάχας, ο (Α)ο τολμηρός στη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής + -μάχας < μάχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναιδομάχαν — ἀναιδομάχᾱν , ἀναιδομάχας ruthless in fight masc acc sg (epic doric aeolic) ἀναιδομάχας ruthless in fight masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek